- υστάτως
- ΜΑεπίρρ. βλ. ύστατος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑστάτως — ὕστατος adverbial ὕστατος masc acc pl (doric) ὕστερος latter adverbial ὕστερος latter masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύστατος — η, ο / ὕστατος, άτη, ον, ΝΜΑ (με χρον. και τοπ. σημ.) τελευταίος, έσχατος (α. «ήρθε την ύστατη στιγμή» β. «ἅμα θ oἱ πρῶτοι τε καὶ ὕστατοι», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για αξίωμα ή βαθμό) ανώτατος, ύψιστος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑστατη (ενν. ἡμέρα) η… … Dictionary of Greek